- πέλω
- και, μέσ., πέλομαι Α1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» — κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.)2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ' ἀνθρώποισι πέλονται» — γηρατειά και θάνατος επέρχονται στους ανθρώπους, Ομ. Ιλ.)3. προέρχομαι4. δημιουργούμαι, γίνομαι, λαμβάνω υπόσταση, υφίσταμαι5. (ως συνδετ.) α) είμαι, υπάρχωβ) γίνομαι, καθίσταμαι6. σπαν. ανατέλλω («τῷ δ' ἤδη δεκάτη... πέλεν ἡὼς οἰχομένῳ», Ομ. Οδ.)7. (ως απρόσωπο) πέλειυπάρχει8. παροιμ. φρ. «πολλὰ μεταξὺ κύλικος καὶ χειλέων πέλει» — απροσδόκητες δυσχέρειες μπορούν να δημιουργηθούν κι εκεί που δεν τό περιμένει κανείς.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πέλομαι (και σπανιότερα πέλω) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *kwel- «στρέφω, γυρίζω, κινούμαι ολόγυρα», απ' όπου οι σημ. «βρίσκομαι, υπάρχω» και «ασχολούμαι με κάτι» (που απαντά στα συνθ. σε -πόλος) και συνδέεται με: αρχ. ινδ. carati «γυρίζω», αβεστ. caraiti, λατ. colō (που έλαβε και τις σημ. «καλλιεργώ, κατοικώ», πρβλ. agri-cola «γεωργός», incola «κάτοικος»). Στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας ανάγονται: το προσηγορικό πόλος και τα συνθ. σε -πόλος, όπως επίσης και τα ουσ. επι-πολ-ή* (επιπόλαιος) και εμ-πολ-ή*, ενώ στη μηδενισμένη βαθμίδα ο αόρ. ἔ-πλ-εο / -το και το ουσ. έπι-πλ-ον*. Στην ίδια ρίζα ανάγονται και τα τέλομαι* / τελέθω (με αντιπροσώπευση τού χειλοϋπερωικού φθόγγου τής ρίζας με τ- αντί πστον Όμηρο και στην αιολική διάλεκτο), το ουσ. κύκλος* και πιθ. τα: πάλαι*, πάλι(ν), τῆλε*. Το ρ. πέλομαι εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -πόλος / -πολος σε συνθ. τής αρχαϊκής περιόδου στα οποία το ρ. απαντά με σημ. «ασχολούμαι με κάτι, υπηρετώ, φροντίζω, ιερουργώ, βουκολώ», πρβλ. βου-κόλος (με αντιπροσώπευση τού χειλο-υπερωικού φθόγγου με -κ- μετά από -υ-), θαλαμη-πόλος, μαντι-πόλος, νηο-πόλος, οιωνο-πόλος, ταυρο-πόλος. Η χρήση, τέλος, τής οικογένειας τού πέλομαι στην επιστήμη τής αστρονομίας και μετεωρολογίας (πρβλ. πόλος) μαρτυρείται και στην Αρχαία Ινδική (πρβλ. αρχ. ινδ. divā-kara-, που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον ήλιο που διατρέχει την ημέρα).ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό -πόλος / -πολος) θαλαμηπόλος, θεμιστοπόλος, ονειροπόλος, περίπολοςαρχ.αμφίπολος, βουπόλος, επίπολος, θειοπόλος, θεοπόλος, θεσμοπόλος, θυηπόλος, ιεραπόλος, ιπποπόλος, μαντιπόλος, μελιττοπόλος, μετεωροπόλος, μητροπόλος, μουσοπόλος, μυροπόλος, μυστικοπόλος, νεκυηπόλος, νηοπόλος, νυκτιπόλος, οιοπόλος, οιωνοπόλος, ορεσσιπόλος, πυρίπολος, πυρπόλος, ταυροπόλος, ταχυπόλος, υμνοπόλος, υψιπόλος].
Dictionary of Greek. 2013.